- εὐρυαίχμας
- εὐρῠαίχμας1 whose spear rules widely Σύριον εὐρυαίχμαν διεῖπον στρατὸν Amazons. fr. 173. 1.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ευρυαίχμας — εὐρυαίχμας, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει ευρεία λόγχη, που το δόρυ του φτάνει μακριά 2. ο νικηφόρος («εὐρυαίχμαν στρατόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + αιχμή] … Dictionary of Greek